- αλαφρύς
- -ιά, -ύο ελαφρός*.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. αλαφρός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλαφριός — ιά, ιό ο ελαφρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού επιθ. αλαφρύς κατά τα επίθ. σε ος] … Dictionary of Greek
ελαφρός — ή, και ά, και ιά, ό και αλαφρός, ιά, ό και αλαφριός, ά, ό και ελαφρύς, ιά, ύ και αλαφρύς, ιά, ύ (AM ἐλαφρός, ά, όν και ἐλαφρός, όν) Ι. 1. αυτός που ἔχει μικρό βάρος 2. (για ενδύματα, σκεπάσματα, υφάσματα κ.λπ.) λεπτός, κατάλληλος λόγω υλικού και… … Dictionary of Greek